- φρυκτωροί
- φρυκτωρόςone who watches on a height to make fire-signalsmasc nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
φρυκτωρός — ὁ, ΜΑ μσν. φρυκτός*, πυρσός για τη μετάδοση σημάτων, φρυκτωρία αρχ. 1. φύλακας φρυκτωρίου («ὡς αὐτοῖς οἵ τε φρυκτωροὶ ἐσήμαινον καὶ ᾐσθάνοντο τὰ πυρὰ... ἔγνωσαν ὅτι», Θουκ.) 2. το διά μέσου φρυκτωρίας μεταδιδόμενο σήμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < φρυκτός +… … Dictionary of Greek